- συχνοπερνώ
- Νπερνώ από κάπου συχνά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συχνοδιαβαίνω — Ν συχνοπερνώ … Dictionary of Greek
συχνοπηγαίνω — Ν συχνοπερνώ … Dictionary of Greek
περνοδιαβαίνω — περνοδιάβηκα, περνώ συχνά από κάπου, συχνοδιαβαίνω, συχνοπερνώ: Γιατί περνοδιαβαίνεις κάθε λίγο απ εδώ; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)